- πανσλαβιστής
- οθηλ. -ίστρια ο οπαδός του πανσλαβισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανσλαβιστής — ο, θηλ. πανσλαβίστρια οπαδός τού πανσλαβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσλαβισμός + ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. Πανσλαβισταί, μαρτυρείται από το 1861 στον Π. Ρομπότη] … Dictionary of Greek
πανσλαβιστικός — ή, ό [πανσλαβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πανσλαβιστές ή στον πανσλαβισμό … Dictionary of Greek